Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πρωί πρωί

  • 1 утро

    утро с το πρωί, το πρωινό (чаще мн.)· ранним \утром πολύ πρωί, πρωί πρωί* в девять часов утра στις εννέα το πρωί' по утрам κάθε πρωί, τα πρωινά ◇ доброе \утро!, с добрым \утром! καλημέρα!
    * * *
    с
    το πρωί, το πρωινό (чаще мн.)

    ра́нним у́тром — πολύ πρωί, πρωί πρωί

    в де́вять часо́в утра́ — στις εννέα το πρωί

    по утра́м — κάθε πρωί, τα πρωινά

    ••

    до́брое у́тро!, с до́брым у́тром! — καλημέρα!

    Русско-греческий словарь > утро

  • 2 утро

    у́тр||о
    с τό πρωί, ἡ πρωία:
    наступает \утро ξημέρωσε· в 9 часов \утроа στις ἐννιά τό πρωί· на следующее \утро τήν ἄλλη μέρα τό πρωί, τήν ἐπομένην πρωιαν с \утроа ἀπό τό πρωί· с самого \утроа ἀπό νωρίς τό πρωί· с раннего \утроа ἀπό πολύ πρωί· с \утроа до вечера ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδυ· до \утроа́ ῶς τό πρωί· к \утроу κατά τό πρωί· по \утроам τά πρωινά· ◊ с добрым \утроом!, доброе \утро! καλημέρα!· в одно прекрасное \утро μίαν ὠραίαν πρωΐαν \утро вечера мудренее погов. ἡ νύχτα εἶναι καλός σύμβουλος.

    Русско-новогреческий словарь > утро

  • 3 утром

    утром
    нареч τό πρωί, τήν πρωίαν:
    рано \утром πρωί πρωί· ранним \утром πολύ πρωί· однажды \утром ἕνα πρωί· вчера \утром χθες τό πρωί· сегодня \утром σήμερα τό πρωί· завтра \утром αὐριο τό πρωί.

    Русско-новогреческий словарь > утром

  • 4 утро

    утра (с утра, до утра), утру (к утру, по утру), πλθ. утра, утр, утрам ουδ. το πρωί, το πρωινό, η πρωία•

    работать с -а до вечера δουλεύω από το πρωί ως το βράδυ•

    под -ом κοντά το πρωί•

    на следующее утро το άλλο πρωί•

    с самого -а από το πρωί•

    с раннего -а από νωρίς το πρωί•

    к -у κατά το πρωί.

    εκφρ.
    на утро – (επίρ.) το πρωί•
    с добрым -омκ. доброе καλημέρα (χαιρετισμός).

    Большой русско-греческий словарь > утро

  • 5 утром

    επίρ. (το) πρωί•

    гулять утром - полезно для здоровья ο περίπατος (το) πρωί είναι ωφέλιμος για την υγεία•

    рано утром νωρίς το πρωί•

    ранним утром από νωρίς το πρωί•

    сегодня утром σήμερα το πρωί•

    завтра утром αύριο πρωί•

    вчера утром χτες πρωί•

    однажды утром μια φορά (το) πρωί.

    Большой русско-греческий словарь > утром

  • 6 утром

    утром πρωί, το πρωί- сегодня (вчера, завтра) \утром σήμερα (χτες, αύριο) το πρωί
    * * *
    πρωί, το πρωί

    сего́дня (вчера́, за́втра) у́тром — σήμερα (χτες, αύριο) το πρωί

    Русско-греческий словарь > утром

  • 7 самый

    самый 1. (в знач. именно) αυτός, ο ίδιος· с \самыйого утра από πρωί πρωί* в \самыйом начале από την αρχή; до \самыйого вечера ως το βράδυ· до \самыйого дома μέχρι το σπίτι" в то \самыйое время την ίδια ώρα 2. (при образовании превосх. ст.) πιο* \самый сильный о πιο δυνατός; \самыйое главное το κυριότερο ◇ в \самыйом деле αλήθεια, πραγματικά
    * * *
    1. в знач. именно
    αυτός, ο ίδιος

    с са́мого утра́ — από πρωί πρωί

    в са́мом нача́ле — από την αρχή

    до са́мого ве́чера — ως το βράδυ

    до са́мого до́ма — μέχρι το σπίτι

    в то са́мое вре́мя — την ίδια ώρα

    2. при образовании превосх. ст.

    са́мый си́льный — ο πιο δυνατός

    са́мое гла́вное — το κυριότερο

    ••

    в са́мом де́ле — αλήθεια, πραγματικά

    Русско-греческий словарь > самый

  • 8 спозаранку

    спозаранку
    нареч разг πρωΐ-πρωί, νωρίς-νωρίς:
    встать \спозаранку σηκώνομαι πρωΐ-πρωΐ.

    Русско-новогреческий словарь > спозаранку

  • 9 рань

    θ.
    το πολύ πρωί•

    такая (этакая) рань τι τόσο πρωί•

    куда ты такую рань собрался? για που τόσο πολύ πρωί ετοιμάστηκες;•

    этакая, солнце ещё не взошло τόσο πολύ πρωί, ο ήλιος ακόμα δε βγήκε.

    Большой русско-греческий словарь > рань

  • 10 петух

    α.
    1. πετεινός, κόκορας. || το αρσενικό μερικών ορνιθοειδών.
    2. μτφ. καυγατζής, παλικαράς, νταής.
    3. το λάλημα των κοκοριών (αργά τη νύχτα ή πολύ πρωί)•

    сидеть до -ов κάθομαι ώσπου να λαλήσουν τα κοκόρια•

    проговорить до вторых -ов κουβεντιάζω ώσπου να λαλήσουν τα κοκόρια δεύτερη φορά (ως πολύ πρωί)•

    первые -и πρώτο λάλημα των κοκόριων•

    вторые -и το δεύτερο (πρωινό) λάλημα των κοκόριων•

    вставать с -ами σηκώνομαι πολύ πρωί (με το λάλημα των κοκόριων).

    εκφρ.
    пустить -а – κάνω φάλτσο (λαρυγγισμό) κατά την υψιφωνια, φαλτσάρω.

    Большой русско-греческий словарь > петух

  • 11 в

    в (во) в разн. знач. σε, σ', εις; για; в театре στο θέατρο в Москве στη Μόσχα; войти в дом μπαίνω στο σπίτι* ехать в Афины πηγαίνω στην Αθήνα в двух километрах σε απόσταση δύο χιλιομέτρων; в десять часов утра στις δέκα το πρωί в тысяча девятьсот , восемьдесят пятом году στα χίλια εννιακόσια ογδόντα πέντε; в прошлый раз την περασμένη φορά; в память чего-л. για ενθύμιο τινός в самом деле αλήθεια, πραγματικά
    * * *
    в разн. знач. во
    σε, σ’, εις; για

    в теа́тре — στο θέατρο

    в Москве́ — στη Μόσχα

    войти́ в дом — μπαίνω στο σπίτι

    е́хать в Афи́ны — πηγαίνω στην Αθήνα

    в двух киломе́трах — σε απόσταση δύο χιλιομέτρων

    в де́сять часо́в утра́ — στις δέκα το πρωί

    в ты́сяча девятьсо́т во́семьдесят пя́том году́ — στα χίλια εννιακόσια ογδόντα πέντε

    в про́шлый раз — την περασμένη φορά

    в па́мять чего́-л. — για ενθύμιο τινός

    в са́мом де́ле — αλήθεια, πραγματικά

    Русско-греческий словарь > в

  • 12 вчера

    1. вчера \вчера χτες τα βράδυ' завтра \вчера αύριο το βράδυ 2. вчера χτες, (ε)χθές, (ε)ψές; \вчера утром (вечером, днём) χτες το πρωί (το βράδυ, το μεσημέρι)
    * * *
    χτες, (ε)χθές, (ε)ψές

    вчера́ у́тром (ве́чером, днём) — χτες το πρωί (το βράδυ, το μεσημέρι)

    Русско-греческий словарь > вчера

  • 13 день

    день м η (η)μέρα нерабочий \день η μέρα αργίας будний \день η καθημερινή; рабочий η εργάσιμη μέρα - рождения η γιορτή, τα γενέθλια; каждый \день κάθε μέρα; через \день μέρα παρά μέρα; на другой \день την άλλη μέρα, την επομένη; с сегодняшнего дня από σήμερα; с завтрашнего дня από αύριο; в два часа дня στις δύο το μεσημέρι; в первой половине дня το πρωί; во второй половине дня το απόγευμα; Всемирный \день молодёжи η Διεθνής Ημέρα της Νεολαίας; Международный женский \день η Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας; День Победы η Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης ◇ изо дня в \день από τη μια μέρα στην άλλη со дня на \день από μέρα σε μέρα; на днях αυτές τις μέρες, σε λίγες μέρες (σ будущем)' τις προάλλες, προ ημερών (ο прошлом)' добрый \день! καλημέρα!· καλησπέρα! (во второй половине дня) деньги мн. τα χρήματα, τα λεφτά мелкие \день τα ψηλά· бумажные \день τα χαρτονομίσματα наличные
    * * *
    м
    η (η)μέρα

    нерабо́чий день — η μέρα αργίας

    бу́дний день — η καθημερινή

    рабо́чий день — η εργάσιμη μέρα

    день рожде́ния — η γιορτή, τα γενέθλια

    ка́ждый день — κάθε μέρα

    че́рез день — μέρα παρά μέρα

    на друго́й день — την άλλη μέρα, την επομένη

    с сего́дняшнего дня — από σήμερα

    с за́втрашнего дня — από αύριο

    в два часа́ дня — στις δύο το μεσημέρι

    в пе́рвой полови́не дня — το πρωί

    во второ́й полови́не дня — το απόγευμα

    Всеми́рный день молодёжи — η Διεθνής Ημέρα της Νεολαίας

    Междунаро́дный же́нский день — η Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας

    День Побе́ды — η Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης

    ••

    изо дня́ в день — από τη μια μέρα στην άλλη

    со дня на́ день — από μέρα σε μέρα

    на дня́х — αυτές τις μέρες, σε λίγες μέρες ( о будущем); τις προάλλες, προ ημερών ( о прошлом)

    до́брый день! — καλημέρα καλησπέρα! ( во второй половине дня)

    Русско-греческий словарь > день

  • 14 до

    I до свидания! γεια χαρά!, χαίρετε! αντίο! καλή αντά μωση (до встречи) II до 1) ως, έως, μέχρι, ίσαμε до десяти часов утра μέχρι τις δέκα το πρωί от пяти до десяти часов вечера από τις πέντε με δέκα το βράδυ до сих пор ως τώρα (о времени), ως εδώ (о расстоянии)' до тридцати человек μέχρι τριάν τα άτομα дети до 16 лет τα παιδιά κάτω των δεκαέξι ετών 2) (прежде, перед) πριν, προ до нашего прихода πριν να ρθούμε; до нашей эры προ Χριστού
    * * *
    1) ως, έως, μέχρι, ίσαμε

    до десяти́ часо́в утра́ — μέχρι τις δέκα το πρωί

    от пяти́ до десяти́ часо́в ве́чера — από τις πέντε με δέκα το βράδυ

    до сих по́р — ως τώρα ( о времени), ως εδώ ( о расстоянии)

    до тридцати́ челове́к — μέχρι τριάντα άτομα

    де́ти до 16 лет — τα παιδιά κάτω των δεκαέξι ετών

    2) (прежде, перед) πριν, προ

    до на́шего прихо́да — πριν να ρθούμε

    до на́шей э́ры — προ Χριστού

    Русско-греческий словарь > до

  • 15 завтра

    завтра αύριο \завтра утром (днём, вечером) αύριο το πρωί (το μεσημέρι, το βράδυ)
    * * *

    за́втра у́тром (днём, ве́чером) — αύριο το πρωί (το μεσημέρι, το βράδυ)

    Русско-греческий словарь > завтра

  • 16 накануне

    накануне την παραμονή, στις παραμονές* \накануне утром (вечером) την παραμονή το πρωί ( το βράδυ)
    * * *
    την παραμονή, στις παραμονές

    накану́не у́тром (ве́чером) — την παραμονή το πρωί (το βράδυ)

    Русско-греческий словарь > накануне

  • 17 проспать

    проспать 1) κοιμούμαι· \проспать до утра κοιμούμαι ως το πρωί 2) (не проснуться вовремя) παρακοιμάμαι, κοιμάμαι υπερβολικά; я \проспатьл и опоздал на поезд άργησα να ξυπνήσω και έχασα το τρένο
    * * *

    проспа́ть до утра́ — κοιμούμαι ως το πρωί

    2) ( не проснуться вовремя) παρακοιμάμαι, κοιμάμαι υπερβολικά

    я проспа́л и опозда́л на по́езд — άργησα να ξυπνήσω και έχασα το τρένο

    Русско-греческий словарь > проспать

  • 18 рано

    рано 1. (ε)νωρίς· \рано утром πολύ πρωί 2. предик, είναι νωρίς· ещё \рано είναι νωρίς ακόμα
    * * *
    1.

    ра́но у́тром — πολύ πρωί

    2. предик.

    ещё ра́но — είναι νωρίς ακόμα

    Русско-греческий словарь > рано

  • 19 сегодня

    сегодня σήμερα; \сегодня утром (днём) σήμερα το πρωί (το μεσημέρι); \сегодня вечером σήμερα το βράδυ, απόψε
    * * *

    сего́дня у́тром (днём) — σήμερα το πρωί (το μεσημέρι)

    сего́дня ве́чером — σήμερα το βράδυ, απόψε

    Русско-греческий словарь > сегодня

  • 20 час

    час м η ώρα; два \часа δυο ώρες; полтора \часа μιάμιση ώρα; через \час ύστερα από μια ώρα, σε μια ώρα; который \час? τι ώρα είναι; в \час дня στη μία το μεσημέρι, στη μία η ώρα; в двенадцать \часов дня στις δώδεκα η ώρα; в восемь \часов вечера (утра) στις οχτώ το βράδυ (το πρωί)· за \час до... μια ώρα πριν...
    * * *
    м
    η ώρα

    два часа́ — δυο ώρες

    полтора́ часа́ — μιάμιση ώρα

    че́рез час — ύστερα από μια ώρα, σε μια ώρα

    кото́рый час? — τι ώρα είναι

    в час дняστη μία το μεσημέρι, στη μία η ώρα

    в двена́дцать часо́в дня — στις δώδεκα η ώρα

    в во́семь часо́в ве́чера (утра́) — στις οχτώ το βράδυ (το πρωί)

    за час до... — μια ώρα πριν…

    Русско-греческий словарь > час

См. также в других словарях:

  • πρωί — πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α επίρρ. χρον. 1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή τού ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν 2. κατά το διάστημα τής ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι 3. (με άρθρο ως …   Dictionary of Greek

  • πρῶι — πρῶϊ , πρωί early in the day epic (indeclform adverb) πρῷ , πρωί early in the day attic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωί — early in the day indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωί — επίρρ. χρον. 1. ο χρόνος γύρω από την ανατολή του ήλιου: Σηκώνομαι πολύ πρωί. 2. το πριν από το μεσημέρι χρονικό διάστημα: Πρωί θα είμαι στο γραφείο. 3. ως ουσ., μόνο ονομαστ. και αιτ. εν., οι άλλες πτώσεις αναπληρώνονται με τη λέξη πρωινό: Όλο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρώι — πρῴ , πρωί early in the day indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῷ — πρῶϊ , πρωί early in the day epic (indeclform adverb) πρωί early in the day attic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωίτατον — πρωί early in the day masc acc sg πρωί early in the day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωίτερον — πρωί early in the day masc acc sg πρωί early in the day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωιαίτατα — πρωί early in the day irreg̱superl indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωίτατα — πρωί early in the day neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωίτεροι — πρωί early in the day masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»